αεροσυνοδός

αεροσυνοδός
ο, η
υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας που εξυπηρετεί τους επιβάτες μέσα στο αεροπλάνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αεροσυνοδός — η η γυναίκα που συνοδεύει τα πολιτικά αεροπλάνα και προσφέρει τις υπηρεσίες της στους επιβάτες: Η αεροσυνοδός εξήγησε στους επιβάτες τη χρήση της ζώνης ασφαλείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”